Το νήμα.
Νάμ λίγου γνέμα μπάκαι σ’πλέξου κανιά καζάκα τώρα απ’ όρχιετι χνιώπορος.
Το νήμα.
Νάμ λίγου γνέμα μπάκαι σ’πλέξου κανιά καζάκα τώρα απ’ όρχιετι χνιώπορος.
Έθιμο των Χριστουγέννων, η σφαγή του γουρουνιού, παραμονή των Χριστουγέννων, ήταν γιορτή για κάθε σπίτι, βοηθούσαν στην σφαγή και γείτονες γιατί ήταν δύσκολη υπόθεση να σφαγιαστεί το γουρούνι.
Απ’ το σφάγιο τίποτε δεν πήγαινε χαμένο.
Μετά το γδάρσιμο του ζώου που γινόταν με προσοχή, το αλάτιζαν και το άπλωναν να στεγνώσει, μ΄αυτό κατασκεύαζαν τα “γουρνοτσάρχα”.
Τα ψαχνά του ζώου τα μαγείρευαν και τα αποθήκευαν μέσα στο λίπος του ίδιου του ζώου, όπου συντηρούνταν για πολύ καιρό, “πασπαλάς”.
Στήν συνέχεια λιώναν το λίπος, “λίπα” το χρησιμοποιούσαν αντί για λάδι, γιατί κάποτε ήταν δυσεύρετο, ή γιατί στα ορεινά χωριά δεν υπήρχε παραγωγή, και στο τέλος της διαδικασίας της λίπας φτιάχναν τσιγαρίδες.
Η ουροδόχος κύστη του ζώου “φούσκα” φτιαχνόταν μπάλα των παιδιών για το παιχνίδι τους.
Απ’ το κεφάλι τα πόδια και την ουρά, φτιαχναν τον πατσά, “πηχτή”.
Απ τα έντερα του ζώου φτιαχνόταν λουκάνικα, και απ’ το παχύ έντερο “μπουμπάρια”.
Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο! όλα τα κομμάτια του ζώου τα αξιοποιούσαν.
Γυμνός.
Αγιέμ’ γδυτός θα βγείς σα όξου: βάλι κάτ’ απάνε’ς.
Γαμώτο.
Γαμούτο! μ’ τέλεψαν τα τ’σγάρα, κι μουσκέφ’κι κι του τσιακμακ’.
Γιατρεύτηκα.
Αϊ πιδάκι’μ φάϊ του σουπούλα ‘ς να γιέν’ς καλά, είδις πως γιέρεψε ου αδιρφό’ς απ’ όφαγι τη σούπα’τ;
Η σαύρα.
Μη σκιάϊσι μια γκουστέρα ήταν, πάει ιέφκι τώρα.
Εγινε.
Αρέ τι γίνγκε ικείνου του πιδί; μπάκι άν’ξε η γής κι του κατάπ’χι;
Το μπαστούνι του βοσκού με την περίτεχνη λαβή.
Του χτύπ’σα του σ’κλί μι την αγκλίτσα κι λάκσιε σα κάτ.
Η μαύρη γίδα που έχει άσπρη κοιλιά.
Ιέχου τρείς γκιόσες μι τα βιτούλιατ΄ς.
Εξώγκομα, λίπωμα.
Θα πάθω τίποτας; έβγανα ιένα γρουμπούλ’ ιδώ χαμπλά.